ἀσπιδοφόρους

ἀσπιδοφόρους
ἀσπιδοφόρος
bearing a shield
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασπιδηφόρος — ἀσπιδηφόρος, ον (Α) 1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα 2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.) 3. ως ουσ. ο στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους… …   Dictionary of Greek

  • ασπιστικός — ἀσπιστικός, ή, όν (Α) [ασπιστής] αυτός που αποτελείται από ασπιδοφόρους στρατιώτες …   Dictionary of Greek

  • πολύασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, Α (για στρατό) αυτός που φέρει πολλές ασπίδες, πολλούς ασπιδοφόρους, πολυπληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. μίκρ ασπις, ρίψ ασπις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”